Κατά τη διάρκεια της περιεμμηνόπαυσης, οι ορμονικές εξετάσεις γενικά δεν βοηθούν καθώς τα επίπεδα ορμονών αλλάζουν καθ’ όλη τη διάρκεια του εμμηνορροϊκού κύκλου. Εξέταση των επιπέδων συγκεκριμένων ορμονών έχουν την θέση τους σε ειδικές περιπτώσεις, όπως κατά την διερεύνηση και αξιολόγηση προβλημάτων γονιμότητας ή όταν η έμμηνος ρύση σταματά σε νεαρή ηλικία.

Αυτό με την σειρά του μπορεί να βοηθήσει τις γυναίκες στην λήψη αποφάσεων σχετικά με την έναρξη θεραπείας ή την προσαρμογή της.  Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι ο ορμονικός έλεγχος σε κάποιο ποσοστό γυναικών έχει το νόημα του καθώς άλλες παθήσεις όπως αυτές που σχετίζονται με διαταραχές του θυρεοειδούς αδένα, πιθανόν να παρουσιάζουν κοινή συμπτωματολογία με την περιεμμηνόπαυση.

ΤΑ ΤΕΣΤ ΣΑΛΙΟΥ

Ορισμένοι κλινικοί ιατροί προτείνουν την εξέταση δείγματος σάλιου για την διερεύνηση των επιπέδων οιστρογόνων ή άλλων ορμονών. Θεωρείται δαπανηρή τα αποτελέσματα δεν είναι ακριβή και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση ή τη θεραπεία των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης.

ΕΛΕΓΧΟΣ ΩΟΘΥΛΑΚΙΟΤΡΟΠΟΥ ΟΡΜΟΝΗΣ

Τα αυξημένα επίπεδα ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης (FSH) συχνά  μπορούν να επιβεβαιώσουν την εμμηνόπαυση. Όταν το επίπεδο της FSH στο αίμα μιας γυναίκας αυξάνεται σταθερά στα 30 mIU/mL ή περισσότερο και βιώνει απώλεια περιόδου για ένα χρόνο, είναι γενικά αποδεκτό ότι έχει φτάσει στην εμμηνόπαυση.

Ωστόσο, μία μόνο τιμή της FSH μπορεί να είναι παραπλανητική κατά την περιεμμηνόπαυση καθώς η παραγωγή οιστρογόνων δεν μειώνεται σταθερά από μέρα σε μέρα. Αντίθετα, τόσο τα επίπεδα των οιστρογόνων όσο και της FSH μπορεί να ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια της περιεμμηνόπαυσης.

Μία αυξημένη τιμή της FSH δεν αρκεί  για να επιβεβαιώσει την εμμηνόπαυση ενώ πιο σημαντικά, μια χαμηλή τιμή της FSH σε γυναίκες που παρουσιάζουν συμπτώματα όπως έξαψη και μεταβαλλόμενη περίοδο δεν εξαλείφει την πιθανότητα να παραμένουν στο στάδιο της περιεμμηνόπαυσης.

Άλλοτε μια δοκιμή της FSH δεν θεωρείται έγκυρη καθώς συγκεκριμένες ορμονικές θεραπείες, για παράδειγμα η χρήση αντισυλληπτικών θέτουν αυτόματα το αποτέλεσμα ανακριβές. Διαφημιζόμενα, ακριβά μη συνταγογραφούμενα τεστ ουρών της FSH για την εμμηνόπαυση  δεν δίνουν πλήρη εικόνα του ορμονικού προφίλ και δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν για τους ίδιους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω.

ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΠΟΤΕ ΜΠΑΙΝΩ ΣΤΗΝ ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗ

Σήμερα στην εποχή των απαντήσεων και των αμέτρητων πληροφοριών και δεδομένων  η γυναίκα θέλει και πρέπει να ξέρει.

Από επιστημονικής πλευράς είναι σημαντικό να ορισθεί καταρχήν το Status στο οποίο βρίσκεται η γυναίκα. Υπάρχουν πολλές γυναίκες που ζουν  με τον φόβο της εμμηνόπαυσης από τη στιγμή που θα γίνουν 40 ετών .Μία απλή διαταραχή της περιόδου ή μία αλλαγή στους χαρακτήρες της περιόδου εκλαμβάνεται  στο μυαλό τους ως σημάδι εμμηνόπαυσης.

Παράλληλα πολλές γυναίκες στην ηλικία  των 40 δεν έχουν ακόμη τεκνοποιήσει .Άρα είναι πολύ ουσιαστικό το ερώτημα προκειμένου να ενημερωθεί για τις επιλογές που διαθέτει       

Για κάθε γυναίκα ωστόσο η ταυτοποίηση και ο ορισμός του ορμονικού  της προφίλ έχει σημασία, καθώς κατά  πρώτον πρέπει να λάβει γνώση έτσι ώστε να μπορεί  να διαχειρισθεί τις αλλαγές που θα εμφανισθούν αλλά πολύ περισσότερο να λάβει αποφάσεις και να κάνει αλλαγές στον τρόπο ζωής της που θα βελτιώσουν την υγεία της.      

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ

Όταν μια γυναίκα υποψιάζεται ότι βρίσκεται σε περιεμμηνόπαυση, είναι μια ιδανική στιγμή να υποβληθεί σε πλήρη ιατρικό έλεγχο από κάποιον εξειδικευμένο επαγγελματία υγείας.

Η διάγνωση της κλιμακτηρικής κατάστασης  μπορεί συνήθως να γίνει εξετάζοντας το ιατρικό ιστορικό της, το ιστορικό της εμμήνου ρύσεως και τα συμπτώματά της. Τα συνηθέστερα συμπτώματα που παρατηρούν οι γυναίκες στα 40 τους είναι οι εξάψεις και οι διαταραχές της περιόδου. Παρόλα αυτά εξ ορισμού ως εμμηνόπαυση θεωρείται η απώλεια της έμμηνου ρύσεως για 12 συνεχείς μήνες, απουσία άλλων υποκείμενων παθήσεων.

Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει ένα απλό τεστ για την πρόβλεψη ή επιβεβαίωση της εμμηνόπαυσης ή της περιεμμηνόπαυσης, αλλά η έρευνα συνεχίζεται. Επομένως, παρακολουθείτε το ημερολόγιο περιόδου σας και επικοινωνήστε με τον γιατρό σας.